- ορθοκάθεδρος
- ὀρθοκάθεδρος, -ον (Μ)αυτός που κάθεται έχοντας τον κορμό του σε όρθια στάση, ορθοκαθιστός («ὀρθοκάθεδρον σχῆμα», Παύλ. Αιγ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)-* + καθέδρα «κάθισμα, καθιστική στάση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek